- παραδιορθώ
- -όω, Α(σχετικά με κλοπιμαίους στίχους) διορθώνω εσφαλμένα, αλλοιώνω προς το χειρότερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδιόρθωμα — τὸ, Α [παραδιορθώ] εσφαλμένη διόρθωση λέξεων ή φράσεων κειμένου, ή οποία προκύπτει με την αντικατάσταση ή αλλοίωσή του … Dictionary of Greek
παραδιόρθωσις — ώσεως, ἡ, Α [παραδιορθώ] διόρθωση κειμένου στο περιθώριο … Dictionary of Greek